μάγκιψ

μάγκιψ
μάγκιψ και μάγκηψ και μάγγιψ, -πος, ὁ (Μ)
βλ. μάγκιπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • μάγκιπος — και μάγκιπας, ο, θηλ. μαγκίπισσα (Μ μάγκιψ και μάγκηψ και μάγγιψ, πος και μάγκιπας και μάγκιπος) αυτός που παρασκευάζει και πουλά άρτο, αρτοπώλης, φούρναρης νεοελλ. (το αρσ.) ο μάγκιπος ο μοναχός που παρασκευάζει τον άρτο σε μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”